- θρηνωδικός
- θρηνῳδικός, -ή, -όν (Α) [θρηνωδία]αυτός που αρμόζει στον θρήνο, στο μοιρολόγι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρηνῳδικῆς — θρηνῳδικός appropriate to a dirge fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)